πολυνησιακός

πολυνησιακός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πολυνησία και στους Πολυνησίους (α. «πολυνησιακά έθιμα» β. «πολυνησιακές γλώσσες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πολυνησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… …   Dictionary of Greek

  • Πολυνήσιοι — Ιθαγενείς πληθυσμοί της Π. Οι Πολυνήσιοι έχουν μεγάλη μορφολογική συγγένεια με τους ευρωποειδείς και πιθανότατα μια αρχαία κοινή προέλευση, αν λάβουμε υπόψη ότι ο πληθυσμός της Πολυνησίας θα έφτασε εκεί ύστερα από μια σειρά μεταναστεύσεων από τις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”