- πολυνησιακός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πολυνησία και στους Πολυνησίους (α. «πολυνησιακά έθιμα» β. «πολυνησιακές γλώσσες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Πολυνησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].
Dictionary of Greek. 2013.